ψηφάω

ψηφάω
βλ. ψηφώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψηφάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), ψήφησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: ψηφάω : (κυρίως με άρνηση) → λογαριάζω, υπολογίζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψηφώ — και ψηφάω ψήφησα 1. δίνω σημασία, λογαριάζω. 2. σέβομαι, εκτιμώ: Δεν ψηφάει κανένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”